ευφιλοτίμητος

ευφιλοτίμητος
εὐφιλοτίμητος, -ον (Α)
αυτός που γίνεται από φιλοτιμία («τῶν δαπανημάτων, ὅσα πρὸς τὸ κοινὸν εὐφιλοτίμητά ἐστιν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φιλοτιμώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εὐφιλοτίμητα — εὐφιλοτίμητος properly made an object of ambition neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”